συναποκατάστασις

συναποκατάστασις
-άσεως, ἡ, Α [συναποκαθίστημι]
1. η από κοινού αποκατάσταση
2. (για πολλά πράγμ.) η ταυτόχρονη επάνοδος στη θέση την οποία κατείχε το καθένα προηγουμένως («συναποκατάστασις πάντων ἐν τῷ οὐρανῷ μετὰ τῆς γῆς», Πτολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συναποκατάστασις — joint return fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποκαταστάσεις — συναποκατάστασις joint return fem nom/voc pl (attic epic) συναποκατάστασις joint return fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποκατάστασιν — συναποκατάστασις joint return fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποκαταστάσεων — συναποκαταστάσεω̆ν , συναποκατάστασις joint return fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποκαταστάσεως — συναποκαταστάσεω̆ς , συναποκατάστασις joint return fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”