- συναποκατάστασις
- -άσεως, ἡ, Α [συναποκαθίστημι]1. η από κοινού αποκατάσταση2. (για πολλά πράγμ.) η ταυτόχρονη επάνοδος στη θέση την οποία κατείχε το καθένα προηγουμένως («συναποκατάστασις πάντων ἐν τῷ οὐρανῷ μετὰ τῆς γῆς», Πτολ.).
Dictionary of Greek. 2013.